- μισθωτήριον
- μισθωτήριονhiring placeneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισθωτήριο — το (Α μισθωτήριον) νεοελλ. έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό ή δημόσιο συμβόλαιο που περιλαμβάνει τους όρους μιας μίσθωσης αρχ. 1. τόπος όπου γινόταν η μίσθωση τών εργατών 2. σωματείο τών μισθωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθώνω + επίθημα τήριο] … Dictionary of Greek